Dictionary of Greek. 2013.
σιληνώδης — και σειληνώδης, ῶδες, Α [Σ(ε)ιληνός] όμοιος με Σ(ε)ιληνό («τοῡτο οὐ σειληνῶδες [τὸ σχῆμα]», Πλάτ.) … Dictionary of Greek